Απόλλων Δρικούδης
Γεννήθηκα το 1982 στη Θεσσαλονίκη, «ου μ’ εθέσπισεν οικείν Απόλλων». Γιος του Πασχάλη και της Ιλαρίας. Περήφανος και για τους δύο.
Σπούδασα Οδοντιατρική. Μετά σπούδασα Υποκριτική. Μετά σπούδασα Σκηνοθεσία. Τρεις σπουδές ανεξάρτητες και πλήρεις. Το ότι έκανα τρεις σπουδές καθόλου δε σημαίνει πως τις έκαμα πρόχειρα. Τις αγάπησα όλες, και σήμερα εργάζομαι ως οδοντίατρος, ως ηθοποιός, και ως σκηνοθέτης.
Τώρα πλέον έχω και μια γκαλερί. Από μεράκι. Η λέξη μεράκι βγαίνει από το αραβικό maraq ή από το αρχαιοελληνικό μειράκιον; Είναι άρα το πάθος ή το ανέμελο παιδάκι;
Η γκαλερί στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης ήταν όνειρο μεγάλο και με αντοχή στο χρόνο. Από βαθιά αγάπη στην καλή τέχνη, τη μη επιπόλαιη, τη με βάσανο παραγόμενη, την τέχνη που δεν κοροϊδεύει, που δε λέει ψέματα, αυτήν που αναμετράται με το δημιουργό, με το θεατή, με την ιστορία.
Η αληθινή τέχνη εκφράζει το άρρητον. Παράγεται εκεί όπου δεν μπορούν να ειπωθούν λόγια και είναι πολύ πέρα από τα λόγια. Ακριβώς γιατί δεν υπακούει σε αναγκαιότητες ενθαδικές, δεν παίρνει σχήμα, δεν υπακούει σε εξωτερικούς κανόνες (υπακούει όμως στους όντως κανόνες, τους μυστικούς). Δεν σε περιορίζει, αλλά είναι πηγαία. Όταν είναι μεγάλη η τέχνη, σε ξεπερνά, δεν την καταλαβαίνεις αλλά σε καταλαβαίνει εκείνη. Και σε παρηγορεί. Η αληθινή τέχνη είναι θεοειδής. Είναι ίσως ό,τι πιο κοντινό έχουμε στην επικοινωνία μας με το Θεό. Προσπαθεί να πει τα του θεού αλλά αποτυγχάνει. Προσπαθεί όμως φιλότιμα κι αυτό είναι σπουδαίο. Γιατί πώς αλλιώς, και με ποιον λόγο ανθρώπινο να εκφράσει κανείς τα άρρητα; Έτσι η τέχνη λέει όσα δεν μπορείς να πεις στεναγμοίς αλαλήτοις.
Η τέχνη δεν είναι το τέλος του δρόμου. Είναι ο δρόμος. Δεν είναι ο σκοπός της ζωής. Είναι μέσον για τον σκοπό της ζωής. Είναι θεοειδής και για έναν άλλο λόγο: δημιουργεί νέους κόσμους, άλλους κόσμους. Έξω από συμβατικότητες. Γιατί υπερέχει εννοιών. Γιατί σε ταξιδεύει σε χώρους και χρόνους και τρόπους. Και υπηρετεί τον έναν άνθρωπο, με σκοπό να συναντήσει τον έναν Θεό.
Έτσι έχω κατά νου να λειτουργούν τα έργα που φέρνω στην γκαλερί. Να ανατάσσουν. Να σχίζουν το πέπλο της φθοράς. Η γκαλερί είναι ολόλευκη. Και τα πολύχρωμα κατά κανόνα έργα – μου αρέσει το χρώμα – σχίζουν το λευκό των τοίχων της γκαλερί, και γίνονται ανοίγματα σε άλλη διάσταση. Οι πολύχρωμοι καμβάδες γίνονται δίαυλοι. Σαν το θείο να είναι πίσω από τον καμβά. Κι οι πίνακες να είναι τρύπες και έξοδοι από μια καθημερινότητα που φθείρει.
Η αληθινή τέχνη εκφράζει το άρρητον. Παράγεται εκεί όπου δεν μπορούν να ειπωθούν λόγια και είναι πολύ πέρα από τα λόγια. Ακριβώς γιατί δεν υπακούει σε αναγκαιότητες ενθαδικές, δεν παίρνει σχήμα, δεν υπακούει σε εξωτερικούς κανόνες (υπακούει όμως στους όντως κανόνες, τους μυστικούς). Δεν σε περιορίζει, αλλά είναι πηγαία. Όταν είναι μεγάλη η τέχνη, σε ξεπερνά, δεν την καταλαβαίνεις αλλά σε καταλαβαίνει εκείνη. Και σε παρηγορεί. Η αληθινή τέχνη είναι θεοειδής. Είναι ίσως ό,τι πιο κοντινό έχουμε στην επικοινωνία μας με το Θεό. Προσπαθεί να πει τα του θεού αλλά αποτυγχάνει. Προσπαθεί όμως φιλότιμα κι αυτό είναι σπουδαίο. Γιατί πώς αλλιώς, και με ποιον λόγο ανθρώπινο να εκφράσει κανείς τα άρρητα; Έτσι η τέχνη λέει όσα δεν μπορείς να πεις στεναγμοίς αλαλήτοις.
Η τέχνη δεν είναι το τέλος του δρόμου. Είναι ο δρόμος. Δεν είναι ο σκοπός της ζωής. Είναι μέσον για τον σκοπό της ζωής. Είναι θεοειδής και για έναν άλλο λόγο: δημιουργεί νέους κόσμους, άλλους κόσμους. Έξω από συμβατικότητες. Γιατί υπερέχει εννοιών. Γιατί σε ταξιδεύει σε χώρους και χρόνους και τρόπους. Και υπηρετεί τον έναν άνθρωπο, με σκοπό να συναντήσει τον έναν Θεό.
Έτσι έχω κατά νου να λειτουργούν τα έργα που φέρνω στην γκαλερί. Να ανατάσσουν. Να σχίζουν το πέπλο της φθοράς. Η γκαλερί είναι ολόλευκη. Και τα πολύχρωμα κατά κανόνα έργα – μου αρέσει το χρώμα – σχίζουν το λευκό των τοίχων της γκαλερί, και γίνονται ανοίγματα σε άλλη διάσταση. Οι πολύχρωμοι καμβάδες γίνονται δίαυλοι. Σαν το θείο να είναι πίσω από τον καμβά. Κι οι πίνακες να είναι τρύπες και έξοδοι από μια καθημερινότητα που φθείρει.